Συριανά πορτραίτα
Έκθεση του Ανδρέα Σχοινά στην Άνω Σύρο
Μάρτιος - Μάιος 2016
Οι φωτογραφίες του Ανδρέα Σχοινά
Με τον Ανδρέα Σχοινά γνωριζόμαστε εδώ και τριάντα χρόνια. Τον εκτιμώ και τον θαυμάζω. Και όμως, ακόμα και για μένα τον ίδιο, παραμένει ένα αίνιγμα. Έχω καταλήξει επομένως ότι το μυστήριο της προσωπικότητάς του είναι εν μέρει υπεύθυνο για την εξαιρετικά πολύπλευρη -και μόνο φαινομενικά απλή- φωτογραφία που κάνει.
Ο Ανδρέας δίνει την εντύπωση ότι κινείται σε έναν ερμητικά δικό του κόσμο σαν να είναι απλός προσκεκλημένος στον κόσμο των υπολοίπων. Υιοθετεί με επιτυχία τις κοινωνικές συμπεριφορές του περίγυρου, αλλά τελικά υπακούει πάντοτε στον δικό του ηθικό και κοινωνικό κώδικα. Αυτό τον κάνει να φαίνεται μερικές φορές σαν να έρχεται από άλλη εποχή ή άλλο πλανήτη. Προσαρμόζεται πάντοτε και δεν αφομοιώνεται ποτέ.
Οι αντιφάσεις που τον χαρακτηρίζουν είναι άπειρες. Και πριν από όλα η εικόνα του. Όποιοι κάποιοι ήρωες κινούμενων σχεδίων ο Ανδρέας είναι εκτός ηλικίας. Μπορεί να νιώσει το ίδιο άνετα σε ένα νηπιαγωγείο και σε ένα γηροκομείο. Δεν ανήκει κατά βάθος πουθενά. Ούτε στη Νίκαια (του Πειραιά, όπως ο ίδιος προσδιορίζει), όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, ούτε στο Κολωνάκι, όπου από τριάντα χρόνια εργάζεται, ούτε στην αριστερά, κυρίαρχη παράταξη τής γειτονιάς του και μάλλον και των εκεί φίλων του, ούτε στη δεξιά, την οποία ψήφιζε η οικογένειά του. Σίγουρα πάντως ανήκει στον Ολυμπιακό, μεγάλο πάθος της ζωής του, τον οποίο όμως αποφεύγει να παρακολουθεί στα γήπεδα, από φόβο μήπως τον δει να χάνει. Και χωρίς καμιά αμφιβολία πάνω από όλα ο Ανδρέας Σχοινάς ανήκει στη φωτογραφία, χωρίς όμως να το διατυμπανίζει, ίσως γιατί γι’ αυτόν η φωτογραφία είναι κάτι τόσο σπουδαίο που δεν νιώθει νομιμοποιημένος να την επικαλείται.
Ο Ανδρέας έχει την ικανότητα και ευφυΐα -και αναφέρομαι σε φωτογραφικές αρετές- να υιοθετεί σε όλες τις φωτογραφίες του μια διακριτική φόρμα. Μια φόρμα που ουδέποτε παρεμβαίνει για να ταράξει το περιεχόμενο, αλλά που είναι πάντοτε παρούσα. Η πληθώρα των μικρογεγονότων που περιλαμβάνουν οι φωτογραφίες εξαφανίζεται κάτω από το κυρίαρχο φωτογραφικό γεγονός που γεννιέται από την παρέμβαση του κάδρου του. Και ο θεατής έχει πάντοτε την αίσθηση ότι καθοδηγείται από τον φωτογράφο στο καίριο σημείο που συνιστά αυτό το φωτογραφικό γεγονός. Εντούτοις, πρόκειται για μια αίσθηση απατηλή, διότι οι λεπτομέρειες που συνθέτουν τη φωτογραφία είναι συνεχώς παρούσες, αν και ουδέποτε κραυγάζουν. Έτσι, μια πολυσύνθετη φωτογραφία παρουσιάζεται πάντοτε ως μια πολύ απλή καταγραφή.
Ο Ανδρέας είναι πιστός στο ασπρόμαυρο. Ένα ασπρόμαυρο όμως το οποίο ουδέποτε γίνεται εικαστικό. Είναι περισσότερο θέμα χαρακτήρα παρά αισθητική επιλογή. Ο Ανδρέας δεν αγαπάει τον θόρυβο, τη βουή, την ακαταστασία, τις εντάσεις. Έτσι και το τύπωμα των φωτογραφιών του αποφεύγει κάθε υπερβολή στις αντιθέσεις. Δεν είναι ούτε υπερβολικά σκληρό, ούτε μαλακό. Ακόμα και το φλας που συχνά αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει δεν δημιουργεί τις συνηθισμένες έντονες σκιές του. Η φωτογραφία για τον Ανδρέα πρέπει να περιγράφει με τη μεγαλύτερη δυνατή διακριτικότητα και τη μέγιστη εφικτή πιστότητα, ώστε η έκπληξη και η συγκίνηση που στην καλύτερη περίπτωση θα προκαλέσει να μην οφείλονται σε φωτογραφικές ακροβασίες ή σε οφθαλμοφανείς παρεμβάσεις πάνω στο χαρτί, αλλά στην υπαινικτική διαμεσολάβηση του φωτογραφικού κάδρου.
Το γέλιο που συνήθως προκαλούν οι φωτογραφίες του Ανδρέα Σχοινά δεν είναι παρά η πόρτα εισόδου της φωτογραφίας. Μια πιο επίμονη θεώρησή τους αποκαλύπτει παράλληλα -αν και σε δεύτερο επίπεδο- πότε μια θλίψη, πότε μια συμπόνια, πότε μια ειρωνεία. Τα παιδιά των φωτογραφιών του Ανδρέα είναι πάντοτε μόνα. Τα ζευγάρια πάντοτε αγκαλιασμένα. Οι γέροι ουδέποτε αποκρουστικοί ή τραγικοί, αλλά μάλλον τρυφεροί. Οι καθωσπρέπει συχνά αχαλίνωτοι και οι φουκαράδες ή οι τρελοί απρόσμενα σοβαροί. Ο κόσμος του Ανδρέα είναι ο πιο συνηθισμένος κόσμος της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας. Παπάδες, γλέντια και γάμοι, ποδόσφαιρο, λιτανείες και τελετές. Εντούτοις, έχουμε συνεχώς την εντύπωση ότι ο Ανδρέας βλέπει πράγματα που δεν υπάρχουν και παρουσιάζει γεγονότα που δεν συμβαίνουν. Το βλέμμα του όμως έχει μάθει να διαπερνά το προφανές και το κάδρο του να μεταμορφώνει το κοινότοπο. Ο φακός του είναι ένας θεατρικός προβολέας που απλώς επισημαίνει και υπογραμμίζει εκείνα που το βλέμμα του κοινού θεατή αδυνατεί πλέον να διακρίνει.
Ο Ανδρέας έχει ένα μεγάλο χάρισμα που δεν έχει σχέση με τη φωτογραφική του δεινότητα αλλά με την προσωπικότητά του. Δεν τρομάζει τους ανθρώπους με την παρουσία του. Και έτσι όλοι αφήνονται με εμπιστοσύνη και ηρεμία στον φακό του. Είτε είναι παιδιά, είτε γέροι, πλούσιοι ή φτωχοί, Έλληνες ή αλλοδαποί, ωραίοι, αδιάφοροι, ή άσχημοι. Στο βλέμμα του αναγνωρίζουν την ανοχή, την κατανόηση και την τρυφερότητα που ο ίδιος νιώθει για την ιδιορρυθμία ή και την τρέλα τους.
Και όπως πάντα ο Ανδρέας δεν έχει άλλον τρόπο να δείξει τον ενδιαφέρον του, τη ζεστασιά του και το χιούμορ του απέναντι σε όλους αυτούς, παρά μόνο με τη φωτογραφία, την οποία τόσο αγαπάει και στην οποία, είτε το ξέρει είτε όχι, ανήκει ολοκληρωτικά.
Πλάτων Ριβέλλης